περικοπή

περικοπή
η
1. περιορισμός, ελάττωση, κατακράτηση: Η περικοπή του μισθού υπαλλήλου γίνεται από τον αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών.
2. απόσπασμα κειμένου με κάποια αυτοτέλεια: Η περικοπή του Ευαγγελίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περικοπή — cutting all round fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… …   Dictionary of Greek

  • περικοπῇ — περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπῆι — περικοπῇ , περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπῇ , περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπαῖς — περικοπή cutting all round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπαί — περικοπή cutting all round fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπῆς — περικοπή cutting all round fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπήν — περικοπή cutting all round fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικοπῶν — περικοπή cutting all round fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”